Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

"ο Φόβος"

~11 Σκιάχτρο διπλωμένο στο συρτάρι/ κι ο φόβος γυρίζει το σπίτι.








Ο ήλιος ξύπνησε την καλημέρα του στο ποτάμι και το φθινόπωρο φούσκωσε από τη χαρά του και χύθηκε να με σηκώσει από την καρέκλα που καθόμουν και να που πάλι γράφω τα δικά μου.

Δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτα για θάνατο, συννεφιασμένες Κυριακές, ήρεμες φυγές, αναστημένες μνήμες- καιρό τώρα πεθαμένες- και μόνος ζωντανός έμοιαζε ο προπάππους μου στο φέρετρο.

Μοιάζει ήρεμος ο αέρας με τα εννιά του τα μποφόρ. Άγουρος νέος που κατεβάζει το βλέμμα του πριν οι ορμές τον κάνουν να ξεσπάσει το θυμό του στο πρώτο φουστάνι που θα περάσει. Έρχεται χειμώνας 23 Σεπτέμβρη.

Μόνη σταθερά η μουσική, και ο Nick Cave τραγουδά για την 23η του Σεπτέμβρη. Μέχρι να σβηστεί η μνήμη του οπότε κάποιος άλλος θ’ αναλάβει να σημάνει την καμπάνα για τον ερχομό.




23.9.07 2.00
Έχει πάντα τόση σημασία ένα σταθερό σημείο στην ευθεία του χρόνου.
Εδώ, μπροστά στο γραφείο, νιώθω ένα περίεργο σφίξιμο σα να με περιμένει κάποια σίγουρη χαρά και δε μπορώ να τη νιώσω.
Και θέλω απεγνωσμένα να φύγω, όχι στους δρόμους γιατί είναι πάντα έρημοι. Να φύγω στα σύννεφα, ν’ αναληφθώ στους ουρανούς, χωρίς πύρινο άρμα και φωνή θεού.
Να βρω δυο τρεις αγγέλους να κεράσουν τσιγάρο και να πιάσουμε κουβέντα για τον ερχομό της αντιπολίτευσης,
Να χαζέψω ένα ξέγνοιαστο γλάρο
Να περπατήσω τη σιωπή,
Κι ας κατέβω πάλι μετά να κοιμηθώ,
Να πάω το πρωί στο παλκοσένικο,
Και να προσποιηθώ πως δεν ξέρω εγώ
από χαρές.







~1
Οι άνθρωποι που ξέρω
Ένας κότσυφας στον ορίζοντα
Ο κόκορας είναι καλύτερος
Τον έχω δοκιμάσει και ξέρω
Αν ίσως
Ίσως
Μπορούσα να φάω τη σπλήνα του Νίκου,
Το μπούτι του Δημήτρη,
Το μάτι της Ελένης,
Τότε, ίσως τότε, να μάθαινα επιτέλους με ποιους μιλούσα τόσο καιρό,
Θα αποκτούσα μια οικειότητα
Ν’ αγαπήσω τους φίλους μου, όπως αγαπώ τις ντομάτες και τα σταφύλια,
Τα κρεμμύδια και τα σκόρδα,
Και να μην μου διαφεύγει πάντοτε η ουσία τους.



~2
Εγρήγορση, έπ!, νομίζω δεν υπάρχει περίπτωση να ξυπνήσεις κλειστός στο κουτί σου.
Φεύγει το καράβι στο γαλάζιο, στο κάθε γαλάζιο, και οι ποντικοί-ανήσυχοι-, μαζεύονται στις γωνίες,
-ποιες γωνίες;-
Ψάχνουν διέξοδο στην ανυπαρξία της σύλληψης τους υπό του φανταστικού δημιουργού τους,
Και να!
Ο ήλιος φάνηκε κιόλας στο κατώφλι/
Ωχρός, πλαστικός, πορτοκαλής.
Να σημάνει την ανατολή του νεκρού χρόνου,
Ένα κορίτσι πέντε χρονών ξεφυλλίζει τις χάρτινες σελίδες,
Τιμή: πέντε δηνάρια της Ανδρομέδας,
Χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβει πως δεν υπάρχουν είδωλα στα παραμύθια,
-ο καθρέπτης είναι μια παραμόρφωση του φανταστικού-,
Γι’ αυτό και ο Δράκος δεν θα καταφέρει ποτέ να κοιτάξει τη φάτσα του και να τρομάξει -επιτέλους- ,
Με την κατάντια της φυλής του.



~3
Στο χρώμα, στο χώμα, στο νεκρό κορμί
Ο στίχος σηκώνεται,
-πετάγεται στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα και ξεχνάει στο δρόμο ποιος είναι και μαθαίνει ν’ αγοράζει ότι δεν του χρειάζεται-
Για να χρειάζεται και αυτός σε κάποιον, να μην πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.
Ψωνίζει λοιπόν το αντίτιμο της ευκολίας και αφήνει την ποίηση να πάει με τη σειρά της περίπατο και να ξεχάσει ποια είναι και να μάθει να πουλά τον οργασμό της σε όποιον έχει το χρήμα και την τύχη να τ’ αποκτήσει.
Ίσως
Ένας σκύλος σουλατσάρει-μπερδεύει τη μουσούδα του στα πόδια των περαστικών-, ζέχνουν πραγματικότητα, γιατί είναι μια ζεστή μέρα η σημερινή-ψωριάρης ο σκύλος, πεινασμένος ο σκύλος- λυσσά με την έρμη του τη μοίρα κι αρχίζει να μοιράζει τις στιγματισμένες αναπνοές της ήττας στα πεθαμένα αφεντικά,
Και κάπως έτσι,
Κάθομαι βραδιάτικα και γράφω.

~4
Κομμάτια ενορχηστρωμένη θυμηδία ο θάνατος,
Έρχεται όταν δεν τον περιμένεις-τρομερός-,
Είναι τυχεροί οι άνθρωποι.
Στην ουτοπία τους ευημερούν και την δυστυχία τους την κάνουν ποίηση.
Άτυχοι αυτοί
Που έφαγαν ζεστό ψωμί,
Και τώρα πεθαίνουν της πείνας.
Και δεν μπορούν να φανταστούν αλλιώς την χαρά.

Ο πεθαμένος
Είχα καιρό να πάω για καφέ. Μόλις γύρισα από την κηδεία. Τις Κυριακές είμαι πάντα χαρούμενος, δεν μπορώ αλλιώς. Κάθονται στην μπάρα δυο γνωστοί. Πίνουν μπίρες και γελάνε. Κάνω πως κάτι διαβάζω. Πάλι δεν καταφέρνω να ξεγελάσω κανένα. Έρχονται κι άλλοι. Τα βλέμματα είναι ανυπόφορα. Δεν ξέρω πώς να τους χαιρετήσω. Τα χέρια μου κάνουν τα δικά τους. Το στόμα μου στραβώνει. Τα καταφέρνω σε γενικές γραμμές χωρίς να τους κάνω να νιώσουν ιδιαίτερα άβολα.
-Γεια σας…
Πρέπει τώρα να φύγω. Έφυγα κιόλας. Μέσα στο αμάξι είναι καλύτερα. Όλοι οδηγούν αμάξια. Πάω σπίτι κι ανοίγω την τηλεόραση. ‘Άσχημο πράγμα ν’ ανοίγεις τηλεόραση την Κυριακή.

~5
Ο έρωτας είναι ένα σουβλερό καβλί., μπαίνει μέσα σου και πλημμυρίζεις ευτυχία,
Μπαίνει μέσα σου και κλαις απ’ τη χαρά.
Και όταν πια,
Βγει οριστικά από τη ζωή σου-
Αφήνει μια κόκκινή πληγή,
Ανήσυχη στα βλέμματα των περαστικών.


~6
Ρουφώ το τσιγάρο με απόγνωση,
Γυρεύω μια μυρωδιά,
Που δεν έρχεται
Στον μαύρο καπνό.

Με τον ίδιο τρόπο,
Τρώω κοιμάμαι χέζω δουλεύω
Πάντα νηστικός από χαρές.

~7
Παλεύω καιρό τώρα να χτίσω ένα θέλω,
-με νύχια και με δόντια-
Προσπαθώ να μάθω ξανά,
Να υπάρχω.



Vincent Van Gogh
Crab on its back
Arles, January 1889

Το τριχωτό τέρας ανάσκελα, μέσα στην πράσινη θύελλα
δεν ξέρει από ποια τρύπα να σε κοιτάξει
και μένει αναποφάσιστο
με τις δαγκάνες παραδομένες, -κλειστές-
μα το ξέρεις.
ένας κάβουρας είναι,
γυρισμένος τ’ ανάσκελα,
κι ότι κι αν δηλώσει,
περπάτησε και θα περπατά στο δικό σας ξεχειλωμένο χρόνο.



Vincent Van Gogh
Blossoming Almond Tree
Saint Remy, February 1880

μυρμήγκια στρατηλάτες,
τα κλαδιά σου.
σεργιανίζουν τον ουρανό
κι ανθίζουν τις λευκές χαρές τους.




Vincent Van Gogh
Enclosed field with rising sun
Saint Remy, December 1889

το μάτι κύκλωπα παράφρονα
ο ήλιος
η μνήμη των ανθρώπων
τρέχει να ξεφύγει
το είδωλο της,
τη θαλπωρή που μας διπλώνει
σε μια διεσταλμένη πραγματικότητα.
και οι καρφωμένοι φράχτες
κρατούν τα χρώματα
εμένα, εσένα,
τον φόβο μας
στην αποτυπωμένη παράνοια
ενός κυρίου με όνομα κι επίθετο.



Vincent Van Gogh
The garden of Saint Paul Hospital with figure
Saint Remy, November 1889

χωρίς πρόσωπο
γκρίζος στίχος
σε μια ζεστή ανάμνηση
στηρίζω την πλάση
με την απάθεια της απογευματινής ραστώνης.


~8
Ο πληθωρισμός της μνήμης.
Είμαι ένας από εσάς
έχω ζήσει πάνω κάτω ότι όλοι οι άνθρωποι,
φυσιολογικός με το μέτρο της επόμενης μέρας
θέλω μόνο να πω όσα ξέρετε ήδη μα κανείς δε λέει.
και τώρα με το πάτημα ενός κουμπιού,
πας όπου δεν πήγε κανείς πριν,
μυρίζεις λουλούδια,
ακούς ιστορίες
μα πάλι το ξέρεις και ψάχνεις ξανά σκυφτός το Σατανά,
το άει στο διάολο της δίπλα πόρτας
εκείνος μπορεί να σε μάθει πόσο απλό είναι το ΝΑΙ.
Φτάνει να το πεις,
φτάνει ν’ απλώσεις το χέρι και να πάρεις πίσω αυτό που σου ανήκει.
τη ζωή σου
τα ροδάκινα
τα χάδια
ένα χέρι στα μαλλιά σου
μια παγωνιά και μια φωτιά
και γύρω άνθρωποι,
πολλοί άνθρωποι.

~9
Δε χρειάζεται ν’ αποδείξω ποιος είμαι.
Αν είμαι εγώ.
Για κάθε στόμα υπάρχει ένα αφτί και περιμένει ν’ ακούσει συγκεκριμένες φράσεις.
Τόμους ολάκερους με καθημερινές μαλακιές.
Γνωστής σε όλους ως το είδωλο της ανθρώπινης περιπέτειας.
Σε κάθε φράση σε κάθε λέξη το ίδιο γράμμα` εγώ.
Δεν άντεχα να ξέρω πως ξέρω, και ‘σεις το ίδιο.
Τώρα με τη σιγουριά του χρόνου και της απόστασης μπορώ ν’ αντέξω τη μοναξιά,
και να κυνηγήσω ήρεμος το χαμό.
σε μια χαζή ίωση ένα πέσιμο στις σκάλες,
με το χαμόγελο του τρελού στα χείλια.

~10
Ευτυχώς ανήκω στους τρελούς
με σιγουριά/
ανασφαλής,
ακροπατώ στα καρφιά.

~11
Σκιάχτρο διπλωμένο στο συρτάρι/
κι ο φόβος γυρίζει το σπίτι.











~12
Ένας άγγελος έπεσε στο μπαλκόνι μου
δεν έχω τσιγάρα και πάω πάνω κάτω.
κάθεται στο μπαλκόνι μου
στηρίζεται στα κάγκελα
γλύφει τα δάχτυλά του
στέκομαι αβοήθητος στο παράθυρο
Ένας άγγελος κρατά τον κόσμο μακριά
πολύ μακριά
και οι σιωπές στο πίσω μέρος της παλάμης του.
δεν έχω πως ν’ ανοίξω και σε βλέπω με το νυχτικό,
μ’ ανακατεμένα τα μαλλιά.
Χωρίς ανάσα.
να σβήνεις,
να χάνεσαι.
Εσύ και τα μάτια σου μαζί με τη σκόνη,
και το μπαλκόνι στεγνό πάλι περιμένει τον ήλιο/ το φως/
ότι ξεχνιέται.

~13
Ο λύκος με όλες του τις τρίχες κατέβηκε στο χωριό τα ξημερώματα της 3ης Αυγούστου 1949. Κρατούσε το βλέμμα ανέπαφο καθώς έσερνε την κοιλιά στο βρεγμένο χώμα. Το 13ο φεγγάρι φαινόταν ακόμα γεμάτο στον ουρανό όπως ένα χρόνο πριν. Τότε που ο Γιάννης ο Μύρτος βρήκε την παγίδα του κλειστή και ματωμένη στο Κορακοβούνι. Και όλες τις μέρες που πέρασαν ως την 3η Αυγούστου 1949 ο Γιάννης είχε την ιδέα πως κάποιος τον παραφύλαγε. Γύριζε το κεφάλι και κοίταζε δυο μάτια κίτρινα να χάνονται σαν τα μυστικά. Χωρίς σώμα.
Την 3η Αυγούστου του 1949
οι χωριανοί βρήκαν τον Γιάννη το Μύρτο με σαλεμένα τα λογικά στο κατώφλι του σπιτιού.
Δεν μίλησε ξανά.

~14
Όλα τα πρόσωπα του Θεού βρίσκονται στον ουρανό της Κρήτης. Παραδόξως κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο. Γιατί οδηγώντας στην Εθνική οδό 5 του Νοέμβρη, ώρα πέντε το απόγευμα, με 140 χιλιόμετρα την ώρα, είδα στ’ αριστερά μου τον Θεό σκεφτικό. Άφησα κι εγώ το τιμόνι και κόλλησα τη μούρη μου στο παράθυρο.
Ανάμεσα θάλασσα και σύννεφα το άφατο αναρωτιόταν τι χρώμα να φορέσει.



~15
να σου πω έλα ‘δω,
και να ‘ρθεις,
και να σβήσει για λίγο ο δείκτης του ένα και άλλο ένα.
και να κάτσει για λίγο η σκόνη,
να δω το δρόμο.
και στη μέση να ‘σαι ‘συ.
και να γίνεις ο κόσμος όλος.
και να μην έχω που αλλού να πάω,
παρά μόνο μες τα χέρια σου.



~16
η σιωπή είναι κόκκινη και ματώνει στο κατώφλι.
έχω να δώσω δέκα δάχτυλα θυσία.
χωρίς λοφίο δεν ξεχωρίζω μέσα στο πλήθος.
μόνο με λίγο χασίσι τυλίγω τις φέτες μου στο χαρτί.
μένει μόνο να χαρίσω το μίσος μου στους πεθαμένους.

~17
έχω στουμπώσει λέξεις,
κομμάτια κρέας παρανοημένων ανθρώπων.
χόρτασα καθημερινά τη μανία μου τόσα χρόνια για ομορφιά και νόημα,
με τις σάρκες των άλλων.

και δεν κατάφερα ποτέ να δώσω έστω κι ένα δάχτυλο θυσία σε κάποιον πεινασμένο για χαλασμένο κρέας.

~17
στρώσε
παίξε
γέλα
κυνήγα
σώπασε
σίμωσε
χαμήλωσε
γέλα
έλα
κάτσε
μίλα
δώσε
πάρε
άφησε
κράτα
άνοιξε
μπες
κοιμήσου
ονειρέψου
τρέχα
πήδα
γέλα
σώπασε
ξύπνα
να!,
ο ήλιος.







~18
ο θάνατος είναι θάνατος πάντα
ο χρόνος κλείνει τις πληγές
τρέμουμε τη μοναξιά οι άνθρωποι
ο ουρανός γεμίζει σιωπές
το πιο φτωχικό άγγιγμα είναι πολύτιμο
οι σκοτεινές γυναίκες είναι μυθικές
οι πέρδικες πάνε στη σειρά
το φθινόπωρο ξεκινά ο τρύγος
μ’ αρέσουν πολύ τα πορτοκάλια
και
κάποτε με κυβερνούσε ένας φόβος τρομερός
που μονάχα ο θάνατος μπορούσε να σωπάσει.

~19
ΤΙΚ
ΤΑΚ
ΤΙΚ
ΤΑΚ
τικ τακ τικ τακ τικ τακ τικ τακ τικ τακ τικ τακ τικ
πεινασμένος ο χρόνος
στον καλόγερο το σακάκι γεμίζει ακόμα και τις λευκές σελίδες ενός τετραδίου.
δίνει ρυθμό και γλώσσα στην αντίληψη μου και τρώει ότι βρει μπροστά του.
αρχίζει από τα δάχτυλα
για να μην μπορώ ν’ ακουμπήσω τις επιθυμίες μου.
για να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από ‘μένα.
και τρώει, ξεσκίζει το εγώ μου.
ώσπου να σέρνομαι μισός στο χώμα και να παρακαλώ για ένα χάσμα/ ένα κενό,
που θα μ’ αφήσει να σε θυμηθώ,
-έστω για μια στιγμή-.

~20
οι λύκοι κρέμονται ανάποδα στους κλώνους των βελανιδιών και παραμονεύουν το σκοτάδι που δεν έρχεται χωρίς ουσίες και ψεύτικες προτροπές σε μια ανάσα χωρίς μαύρα γυαλιά και σιδερένια πανοπλία.
και να η μια μέρα πάνω στην άλλη και κάποιος χαζεύει τηλεόραση καθώς η συμβία του πλένει τα πιάτα και απορώ πως μάδησε το θηρίο τόσο γρήγορα τις πιθανότητες,
για μια ζωή,
χωρίς προσθέσεις,
χωρίς μνήμη,
χωρίς χασμουρητά/
ψέματα/
προσπάθεια/
απόφαση/
επιμονή/
προσμονή/
αναμονή/
για μια ζωή,
απλή.



διάλειμμα συνείδησης
στη χώρα του ποτέ ποτέ,
πάνε τα φανταράκια στη σειρά για το συσσίτιο των έντεκα,
κάτω από τις χιονισμένες ελιές
και ο βουλευτής κλέβει ασύδοτα
και οι μαλάκες πάλι τον ψηφίζουν
και περγελούν με την ευκολία του στεγνωμένου ίμερου
τα δικά σου ψήγματα ζωής
γιατί έτυχε να γεννηθείς λειψός
και να γυρίζεις τον κόσμο γυρεύοντας
για κάτι σαν κλειστό κύκλο.
που να ταιριάξεις με την ευκολία της τραβηγμένης γραμμής
που καταφέρνει πάντα να επιστρέψει στην αρχή της
και να καταβροχθίσει
ότι σχήμα θα μπορούσε να μεταμορφωθεί.
ακόμη και την τελευταία της πνοή.
ένα αξιοπρεπή θάνατο.

~21
αφού μπορείς γιατί δεν έρχεσαι;
θέλω ένα ποτήρι νερό και μια φωνή.
να με φωνάξει πάλι εδώ.
με όλα όσα υπάρχουν στ’ αλήθεια,
στο μεγάλο πανηγύρι της αγάπης.



~22
Σάββατο 10 Νοεμβρίου
ένα τοπίο σιωπής
η μακρινή Ιαπωνία
ταξιδεύω στις πιθανότητες μιας άλλης ζωής
μυρίζω τη βροχή μιας άνοιξης κι ενός φθινοπώρου.
εποχών που δεν ριζώνουν
παρά κινούνται
στον μέσα χώρο
χωρίς θεμέλια.
Θα πάρω τη μηχανή μου και θα καβαλήσω τον κόσμο,
μετρώντας τις εναλλακτικές σε χιλιόμετρα.

Η κηδεία ενός έρωτα
…και σ’ αγάπησα μέσα Οκτώβρη. Τα σύννεφα πήραν να μουγκρίζουν την πρώτη μου αληθινή χαρά. Δίστασα, πόνεσα, γέλασα, χαράμισα στιγμές. Βρήκα την μυρωδιά σου και την κάρφωσα για πάντα στο στήθος μου. Μετά ήρθε χειμώνας βαρύς και το κρύο δεν μ’ άφηνε να ξυπνήσω. Κι έφυγες.
Πρώτα δεν ήξερα πια πως ν’ ανασάνω, πώς να φάω, πώς να κοιμηθώ, πώς να μιλώ. Μέχρι που τα λεπτά και οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες έγιναν καρφιά στο φέρετρο. Και σε κατέβασα επίσημα στο χώμα. Μένει μονάχα η μυρωδιά σου. Τίποτ’ άλλο. Τίποτα.




~23
ένα χέρι που βγαίνει μέσ’ από το πηγάδι είναι τα λόγια μου/

~24
μια πεταλούδα με κεντρί όλα τα λεπτά που δεν έζησες
ένα σπίτι χωρίς παράθυρα οι ώρες που ήσουν μόνη
και, ένας πίθηκος Τρελός με ξεσκισμένο τρίχωμα,
οι χαλασμένοι σου Έρωτες.



Μπράβο η Κική…
Η μεγάλη μας εθνική ποιήτρια Κική Δημουλά
κική
η του Δημουλά
κατά τη διάρκεια
άκου εκεί «Κική»,
επίσημου δείπνου
του Δημουλά του Χαμερπουλά
επεσήμανε τα σημερινά
κροκίδα, κορκό/ έ, Κική!
αδιέξοδα των νέων
ο Γαργαντουάς Δημουλάρωσε
και τις αποτρόπαιες μάστιγες
των ναρκωτικών και των στρογγυλών τραπεζών
οι οποίες οδηγούν με τη σειρά τους σε ξεραμένους Καραγατσικούς ίμερους.
και πήρα φόρα, φόρα κατηφόρα
και τους είδα μαζεμένους
να ξερνάνε τα σωθικά τους
τα γερασμένα
στο φαί μου
και στο πιοτί μου
και σιχάθηκα μια και καλή,
αυτούς και τη φάρα τους.

~25
Ο ουρανός κράτησε τα νερά του στην παλάμη και πήρε να λικνίζεται στο χορό της απόγνωσης
μπρος στον πηγαιμό, πίσω στην απόρριψη.
Φόρεσε τα χρώματα του πολέμου, κοίταξε το τσεκούρι κι έφυγε τρέχοντας στα χωράφια.
να σκοτώσει όποια σκιά κυνηγήσει το φως στο χώμα,
να μην αφήσει λεκέδες από το χθες, στην μεγάλη χαρά του σήμερα κάθομαι και σας γράφω,
έξω από το χρόνο και το πρέπει,
σε μια χρυσαλλίδα πραγματικότητας.




~26
κάθομαι
σκέφτομαι
υπάρχω
ζω
σηκώνομαι
ψάχνω
κοιτάζω
σκαρφαλώνω
κρεμιέμαι
ριγώ
φοβάμαι
αναρωτιέμαι
θυμώνω
πηδώ
σταματώ
γυρίζω
κοιτάζω
και δεν είναι κανείς εκεί.
και αναρωτιέμαι για ποιον κάθομαι και τα κάνω όλα τούτα τα χαζά;



~27
ο βάτραχος ακροβατεί στο σκοινί και η γριά κάθεται δίπλα στο τζάκι και λέει ιστορίες με ξωτικά και καλικάντζαρούς/ σε μια πόλη με βρώμικα πεζοδρόμια.
Εδώ κατοικεί ένα πλάσμα με γυρισμένη τη λαβωματιά στον ουρανό
που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει διέξοδο στην αφήγηση,
και δε βρίσκει παρά μπετό και θάνατο.




~28
Έχω τρία κέρματα,
για ν’ αγοράσω:
-καφέ
-σοκολάτα
-βενζίνη
,έχω υπομονή με τους χαζούς, μόνο που δεν αντέχω το βάθος του βλέμματος,
που θυμίζει φρουτάκια στο jack pot και πυρηνικά υποβρύχια με τιναγμένο τον αντιδραστήρα στον τοίχο πίσω τους,
και σκέφτομαι,
πως δεν μου φτάνουν τα κέρματα και πως πρέπει λέει να σκεφτώ ιστορίες με αρχή και τέλος,
για να τις λέω στα παιδιά της γειτονιάς,
για να με νομίζουν λογικό,
να μου πετούν ότι περισσεύει από το πανηγύρι/
της αυτόματης μηχανής.



~29
με ξύλο και μαχαίρι
με χώμα και νερό
έχω δύο μάτια
κι ένα ουρανό μόνο δικό μου.
******************
η λιτανεία των ζωντανών
χωρίζει τη μέρα σε κομμάτια.
και καταπίνει, λυσσασμένη,
τη χαρά.
******************
δεν έχω
δεν θέλω να έχω
δεν είμαι
δεν μπορώ να είμαι
εγώ δεν
******************
ήρθε η πορτοκαλιά ματιά σου και φύσηξε σπίθες στο κεφάλι μου
πήρα να τρέχω αλαφιασμένος στο παρελθόν
να βρω ένα παράδειγμα να με κρατήσει κάτω
να μη χάσω τη γη.

~30
this goes to Kieran Gannon
play
stop
breathe
connect
function
enter
listen
silence
chill
perplex
question
dissolve
remember
fear
experience
explode
discover
exist
penetrate
feel
believe
walk out the door,
experience every waking moment,
and be one with the sky.


~31
στρωμένο μαξιλάρι οι ενοχές
κοιμάμαι ήσυχος
σε κρατώ σφιχτά
μένεις στην πιο βαθειά τρύπα μου
ξεχνάς
και σηκώνομαι,
βγαίνω στο δρόμο
τα σύννεφα με σκεπάζουν
και η πόλη κατεβάζει τα στόρια σκιαγμένη απ’ το σκοτάδι.
η σιωπή μεγαλώνει/
καρφώνει σημάδια στα σημεία του ορίζοντα
και με τεντώνει
στο τελευταίο χτύπημα
κρατά την πιο απεγνωσμένη ανάσα
την πιο τυφλή ματιά
τον ηχηρότερο σπασμό.
μετά/
ουρλιάζω.



~32
φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα
και να κατοικήσω το σώμα της νεκρής ελπίδας
που ζει έξω.


οκτώβριος /νοέμβριος 2007

«Και ο Κρόνος Χρόνος κανίβαλος τρόμος.»

ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΥΡΟΣ