Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2007

Γρόθος Πόρθος Άραμις


"Στην προ-Ιντερνετ εποχή, όταν και μόνο η υποψία ότι κάποιος διαβάζει το ημερολόγιό του σε τρίτους αποτελούσε αφορμή για «καζούρα», ίσως κανείς δεν φανταζόταν τη σημερινή έκρηξη των ηλεκτρονικών προσωπικών εξομολογήσεων. Διότι, τα blog σε γενικές γραμμές σπανίως ξεφεύγουν από τη διάθεση του χρήστη να μοιραστεί σκέψεις, συναισθήματα και καθημερινότητα. Κατεβατά ολόκληρα, που χαρακτηρίζονται συχνά, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, από «μελαγχολική εσωστρέφεια», περιέχουν τις υπαρξιακές αγωνίες, τα άγχη, τα διλήμματα των συγγραφέων τους. Ακόμη κι όταν βρίθουν καλλολογικών στοιχείων, στυλιστικών αναζητήσεων, επιτηδευμένων εκφράσεων, διακρίνει κανείς έντονα την ανάγκη για επικοινωνία."
-από άρθρο της Καθημερινής.


Η λέξη μαλάκας ανήκει στην ελληνική καθομιλουμένη, μολονότι είναι αναγνωρίσιμη διεθνώς. Κυριολεκτικά, σημαίνει τον αυνανιζόμενο, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Μεταξύ φίλων, θεωρείται συνήθως πειρακτικός χαιρετισμός, οικεία προσφώνηση ή ελαφριά προσβολή. Όταν απευθύνεται σε έναν άγνωστο, θεωρείται τις περισσότερες φορές βαριά βρισιά.
Η λέξη χρησιμοποιείται μερικές φορές για να ορίσει το άτομο που χωρίς να χρησιμοποιεί την κοινή λογική επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τα ίδια λάθη ενώ ταυτοχρόνως διατηρεί στο ακέραιο την αίσθηση ότι είναι σωστός και ανάλογη, πιθανώς προσβλητική, συμπεριφορά.
Ετυμολογία
Η λέξη προέρχεται εκ του ρήματος μαλακιάω, που σημαίνει μαλακώνω. Συνώνυμα ρήματα: καταμαλακίζω, πλαδαρούμαι, μαλακύνω. Ως ουσιαστικό η λέξη μαλακία είναι Ιωνική και σημαίνει μαλακός. Στα Νικομάχεια Ηθικά του Αριστοτέλη η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την καρτερικότητα, ενώ ως λατινική λέξη η malacia, υποδηλώνει την ήρεμη θάλασσα.
Διαφοροποιήσεις σε τοπικές διαλέκτους
• Μινάρας - Πάτρα
• Γρόθος - Κρήτη
• Γαβανάς - Θάσος
• Μιναδόρος - Ζάκυνθος
• Ψωλοκόπανος - Ηλεία
• Τορόλας - Κορινθία
-από το wikipedia.

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης Καβάφης Κ. Π.



Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2007

Άγιος Πάυλος


Είναι μερικές στιγμές που πραγματικά η λύπη δεν έχει θέση στον κόσμο.
Υποθέτω η μαγεία της αντίληψης της ομορφιάς αφορά την απουσία του Φόβου.


φόβος ο [fóvos 1. έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής: Yπερβολικός / παράλογος / ενδόμυχος φόβος. Tον πιάνει / τον κατέχει / τον συνέχει (ο) φόβος. O φόβος του θανάτου / της τιμωρίας / του ευνουχισμού. O φόβος σου είναι αδικαιολόγητος. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. Kόπηκαν τα πόδια μου από το φόβο. (Δεν) υπάρχει φόβος να πέσει το κτίριο, κίνδυνος. Aνέβα ελεύθερα στη σκάλα, δεν έχει φόβο, δεν υπάρχει κίνδυνος. Kατουρήθηκα / χέστηκα / τα ΄κανα πάνω μου από το φόβο, για πολύ μεγάλο φόβο. || Φόβος Θεού, δέος, σεβασμός. ΦP μετά φόβου Θεού, με πολλή προσοχή. (έκφρ.) παίρνω κπ. / κτ. από φόβο, με φοβίζει κάποιος ή κτ. φόβος και τρόμος. ΦP διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων, εξαιτίας του κινδύνου, του ενδε χόμενου της τιμωρίας. ΠAP O φόβος φυλάει τα έρημα / έρμα, η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης. 2. (συνήθ. πληθ.) ανησυχία·: Eξέφρασε τους φόβους (του) για την πορεία των συνομιλιών. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. [αρχ. φόβος `πανικός΄]