Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2007

Άγιος Πάυλος


Είναι μερικές στιγμές που πραγματικά η λύπη δεν έχει θέση στον κόσμο.
Υποθέτω η μαγεία της αντίληψης της ομορφιάς αφορά την απουσία του Φόβου.


φόβος ο [fóvos 1. έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής: Yπερβολικός / παράλογος / ενδόμυχος φόβος. Tον πιάνει / τον κατέχει / τον συνέχει (ο) φόβος. O φόβος του θανάτου / της τιμωρίας / του ευνουχισμού. O φόβος σου είναι αδικαιολόγητος. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. Kόπηκαν τα πόδια μου από το φόβο. (Δεν) υπάρχει φόβος να πέσει το κτίριο, κίνδυνος. Aνέβα ελεύθερα στη σκάλα, δεν έχει φόβο, δεν υπάρχει κίνδυνος. Kατουρήθηκα / χέστηκα / τα ΄κανα πάνω μου από το φόβο, για πολύ μεγάλο φόβο. || Φόβος Θεού, δέος, σεβασμός. ΦP μετά φόβου Θεού, με πολλή προσοχή. (έκφρ.) παίρνω κπ. / κτ. από φόβο, με φοβίζει κάποιος ή κτ. φόβος και τρόμος. ΦP διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων, εξαιτίας του κινδύνου, του ενδε χόμενου της τιμωρίας. ΠAP O φόβος φυλάει τα έρημα / έρμα, η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης. 2. (συνήθ. πληθ.) ανησυχία·: Eξέφρασε τους φόβους (του) για την πορεία των συνομιλιών. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. [αρχ. φόβος `πανικός΄]

Δεν υπάρχουν σχόλια: